- εθνικιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικισμό ή τους εθνικιστές (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνικιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον εθνικισμό ή στους εθνικιστές … Dictionary of Greek
Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… … Dictionary of Greek